- ροδότυπος
- (rhodotypus). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ροδιδών, με μοναδικό είδος τον ρ. τον κερριοειδή, ιθαγενές της Ιαπωνίας και της Κίνας. Είναι θάμνος φυλλοβόλος. Καλλιεργείται για τα μεγάλα λευκά άνθη του, τους άφθονους μαύρους καρπούς του και το ωραίο ανοιχτοπράσινο φύλλωμα του. Πολλαπλασιάζεται με σπορά και μοσχεύματα. Στην Ευρώπη καλλιεργείται σε θερμοκήπια.
* * *ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhodotypos (< ῥόδον + τύπος)].
Dictionary of Greek. 2013.